άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
ακατανέμητος — η, ο (Α ἀκατανέμητος, ον) [κατανέμω] όποιος δεν έχει κατανεμηθεί ή δεν μπορεί να κατανεμηθεί, να διαμοιραστεί αρχ. «ἀκατανέμητοι νομοί» λιβάδια, στα οποία δεν έχουν βοσκήσει ζώα … Dictionary of Greek
εύμηλος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Άδμητου και της Άλκηστης. Πήρε μέρος στην Τρωική εκστρατεία επικεφαλής έντεκα θεσσαλικών πλοίων. Φημιζόταν για τα άλογά του, που, σύμφωνα με τον μύθο, τα είχε βοσκήσει ο ίδιος ο Απόλλων, όταν υπηρετούσε… … Dictionary of Greek
καγκουρό — Κοινή ονομασία διαφόρων θηλαστικών της οικογένειας των μακροποδιδών, της τάξης των μαρσιποφόρων. Με τη στενή έννοια της λέξης, ορίζονται ως κ. τα μεγάλα είδη του γένους Μacropus, που είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία και σε ορισμένα … Dictionary of Greek
κοινούρωση — Σπάνια πάθηση οικιακών ζώων, που προκαλείται από το νυμφικό στάδιο του κεστώδους παρασίτου Taenia multiceps, γνωστού και ως κοίνουρος. Το παράσιτο αυτό προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα και τα μάτια του ξενιστή του, προκαλώντας ένα εύρος… … Dictionary of Greek
υδρόχοιρος ή καπυμπάρα — (hydrochoerus ή capybara). Είδος θηλαστικών της οικογένειας των Καβιιδών, της τάξης των τρωκτικών. Είναι το μεγαλύτερο από όλα τα τρωκτικά και φτάνει το μέγεθος του γουρουνιού (1,20 μ. περίπου) και σε βάρος τα 50 70 κιλά. Μορφολογικά μοιάζει με… … Dictionary of Greek